Αρτηριακή Υπέρταση

kardiologos-02

Με τον όρο αρτηριακή υπέρταση (HTN) αναφερόμαστε στην υψηλή αρτηριακή πίεση του αίματος που κυκλοφορεί στις αρτηρίες του σώματος καθώς και στην απότομη άνοδο και αύξηση της πίεσης που ασκεί δύναμη στα τοιχώματα των αρτηριών. Αποτελεί μια χρόνια πάθηση, κοινή στον γενικό πληθυσμό, εν δυνάμει σοβαρή αλλά αντιμετωπίσιμη, κατά την οποία η αρτηριακή πίεση ασκείται σε αυξημένο βαθμό μέσα στις αρτηρίες.

Όταν η αρτηριακή πίεση είναι υψηλή, η καρδιά αναγκάζεται να εργαστεί περισσότερο ώστε να πραγματοποιηθεί η αναγκαία κυκλοφορία του αίματος σε όλα τα σημεία του σώματος. Την πίεση τη διαχωρίζουμε σε μεγάλη συστολική αρτηριακή πίεση και μικρή διαστολική αρτηριακή πίεση και η μέτρησή της γίνεται με πιεσόμετρο. Η μεγάλη συστολική πίεση δείχνει τον μέγιστο βαθμό στον οποίο φτάνει η πίεση κατά την καρδιακή σύσπαση, δηλαδή κατά τη συστολή της καρδιάς, ενώ η μικρή διαστολική πίεση αφορά το ελάχιστο σημείο στο οποίο φθάνει η καρδιά κατά τη στιγμή της διαστολής της, δηλαδή της χαλάρωσης. Όταν υπάρχει αρτηριακή υπέρταση, η συστολική αρτηριακή πίεση που μετράει το πιεσόμετρο βρίσκεται σε αριθμό ίσο ή μεγαλύτερο του 140 mmHg και η διαστολική αρτηριακή πίεση είναι ίση ή μεγαλύτερη του 85 – 90 mmHg. Κατά τη μέτρηση της πίεσης, ιδανική τιμή για την αρτηριακή πίεση θεωρείται η 120 mmHg συστολική – μεγάλη και η 70 – 80 mmHg διαστολική – μικρή. Η μονάδα μέτρησης της πίεσης γίνεται σε mmHg που σημαίνει χιλιοστά της στήλης υδραργύρου. Όταν κάποιος εμφανίζει τιμές 120 – 139 mmHg συστολικής και 85 – 89 mmHg διαστολικής πίεσης, θεωρείται ότι υπάρχει προ – υπέρταση (ή αλλιώς οριακή υπέρταση) και πρέπει να ελέγχεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Από 140 – 159 mmHg συστολικής πίεσης και 90 – 99 mmHg διαστολικής πίεσης θεωρείται ότι υπάρχει υπέρταση σταδίου 1, πάνω από 160 mmHg συστολικής πίεσης και πάνω από 100 mmHg διαστολικής πίεσης κάνουμε λόγο για υπέρταση σταδίου 2, ενώ εάν η συστολική πίεση είναι πάνω από 140 mmHg αλλά η διαστολική βρίσκεται κάτω από 90 mmHg, τότε αποκαλείται μεμονωμένη συστολική πίεση. Στην υψηλή αρτηριακή πίεση η καρδιά δουλεύει με διπλάσια ένταση για να μπορέσει να διατηρήσει τη ροή του αίματος σε επαρκή επίπεδα. Η υπέρταση θεωρείται παθολογική όταν δεν αφορά τις φυσιολογικές εκείνες περιπτώσεις που αυξάνεται η αρτηριακή πίεση (πχ. κατά τη γυμναστική ή σε συνθήκες άγχους), αλλά όταν η πίεση ανεβαίνει αδικαιολόγητα, κατ’ εξακολούθηση και δίχως συγκεκριμένη αιτία.

Η αρτηριακή υπέρταση – HTN επηρεάζει ένα σημαντικό ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού (το 1/3), ενώ στην Ελλάδα υψηλή αρτηριακή πίεση έχει περίπου το 20% του πληθυσμού, αφού σημαντικό αρνητικό ρόλο παίζει η κατανάλωση επεξεργασμένων τροφών σχετιζόμενων με τα διατροφικά πρότυπα του δυτικού κόσμου. Η υπέρταση στις περισσότερες περιπτώσεις (έως και 95%) πρόκειται για ιδιοπαθής. Η ιδιοπαθής υπέρταση οφείλεται σε παράγοντες και αίτια όπως η αρτηριοσκλήρωση, ο καθιστικός τρόπος ζωής, η έλλειψη σωματικής άσκησης και κίνησης, η κακή διατροφή που είναι πλούσια σε κορεσμένα και τρανς λιπαρά, η υπερκατανάλωση αλατιού, η παχυσαρκία, το μεγάλο σωματικό βάρος, το κάπνισμα, η αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ, το έντονο άγχος – στρες, η υπνική άπνοια, η αυξημένη ηλικία (κυρίως άνω των 65 ετών, αφού οι αρτηρίες γίνονται πιο δύσκαμπτες), καθώς και η κληρονομικότητα, τα γονίδια και η γενετική προδιάθεση. Ανεβασμένη αρτηριακή πίεση μπορεί να εμφανιστεί και σε ένα 10% των γυναικών κατά τη διάρκεια της κύησης, γεγονός που απαιτεί στενή παρακολούθηση.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι εάν κάποιο άτομο έχει και τους δύο γονείς του υπερτασικούς, η πιθανότητα να εμφανίσει και αυτό υπέρταση αγγίζει το 70%, ενώ εάν είναι μόνο ο ένας γονέας υπερτασικός, το ποσοστό αυτό κυμαίνεται περίπου στο 30% και στο 15% εάν δεν υπάρχει κάποιος γονέας με αρτηριακή υπέρταση. Η υπέρταση παρατηρείται σε ενήλικες και κυρίως ηλικιωμένους, όμως σπανιότερα έχει παρατηρηθεί και σε νεογνά, βρέφη, παιδιά και εφήβους. Ωστόσο, ένα πολύ μικρό ποσοστό της υπέρτασης (από 5% έως 10% του πληθυσμού), οφείλεται σε δευτερογενείς παράγοντες και γι’ αυτό ονομάζεται δευτεροπαθής αρτηριακή υπέρταση. Η δευτεροπαθής υπέρταση μπορεί να προκληθεί από παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα, από υπνική άπνοια, από προεκλαμψία, από νεφρικές παθήσεις, από αρτηριοσκλήρωση, από στένωση αρτηριών των νεφρών, από στένωση ισθμού της αορτής, από σύνδρομο Cushing, από φαιοχρωμοκύττωμα, από αλδοστερονισμό κ.ά.

Συμπτώματα αρτηριακής υπέρτασης

Ένα από τα πιο ύπουλα χαρακτηριστικά σχετικά με τα συμπτώματα της αυξημένης αρτηριακής υπέρτασης ως πάθηση που επηρεάζει την καρδιά, αποτελεί το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν εμφανίζει συμπτώματα ή καθυστερεί να τα εμφανίσει, όταν ήδη έχει προκληθεί κάποια επικίνδυνη κατάσταση για την υγεία όπως κάποια καρδιαγγειακή νόσος. Για τον λόγο αυτό η νόσος της υπέρτασης ονομάζει και «σιωπηλός – βουβός δολοφόνος» ή «ύπουλη νόσος», αφού η αρρύθμιστη υπέρταση είναι υπεύθυνη ως σημαντικός παράγοντας κινδύνου για πολύ σοβαρές καρδιακές παθήσεις ή αγγειακά νοσήματα. Συγκεκριμένα, η υπέρταση αυξάνει επί δύο φορές τον κίνδυνο για έμφραγμα του μυοκαρδίου και επί τέσσερις φορές τον κίνδυνο για αγγειακό και ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, συνεπώς και τον κίνδυνο θανάτου. Ωστόσο, σε ιδιαίτερα αυξημένη αρτηριακή πίεση εμφανίζονται κάποια χαρακτηριστικά συμπτώματα όπως η ρινορραγία, ο πονοκέφαλος, η έντονη κεφαλαλγία, η ναυτία, ο έμετος ή η τάση προς έμετο, η ζάλη, ο ίλιγγος, η έντονη κόπωση, η αίσθηση έντονων καρδιακών παλμών, η ταχυκαρδία, τα φτερουγίσματα, η τάση προς λιποθυμία, η διαταραχή της όρασης, ο πόνος στο στήθος, το θωρακικό άλγος και άλλα λιγότερο ειδικά συμπτώματα που υποδεικνύουν την ύπαρξη υπερτασικής νόσου σε υπερτασικούς ασθενείς.

Διάγνωση της αρτηριακής υπέρτασης

Η διάγνωση της αρτηριακής υπέρτασης γίνεται με εξέταση από εξειδικευμένο καρδιολόγο σε καρδιολογικό ιατρείο, καρδιολογική κλινική, νοσοκομείο ή διαγνωστικό κέντρο σε συστηματική βάση. Η έγκαιρη εξέταση είναι απαραίτητη για μια έγκυρη και σωστή διάγνωση της αρτηριακής υπέρτασης. Οι μετρήσεις πρέπει να επαναλαμβάνονται, διότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, οι τιμές της αρτηριακής πίεσης ενδέχεται να ανεβοκατεβαίνουν. Για σωστότερη διάγνωση της υπέρτασης, γίνονται δύο μετρήσεις της αρτηριακής πίεσης με απόσταση 3 – 5 λεπτών μεταξύ τους, θεωρώντας ως έγκυρη μέτρηση και ένδειξη τα αποτελέσματα της δεύτερης. Πραγματοποιείται κλινική εξέταση από τον θεράποντα ιατρό, μέτρηση της αρτηριακής πίεσης με αξιόπιστο επαγγελματικό πιεσόμετρο (προτιμότερο το πιεσόμετρο του βραχίονα με περιχειρίδα που εφαρμόζεται στο μπράτσο παρά του καρπού), λήψη πλήρους ατομικού και οικογενειακού ιστορικού, και πλήρης αιματολογικός έλεγχος σε εργαστήριο για τη μέτρηση στοιχείων όπως οι ηλεκτρολύτες, η ομαλή νεφρική λειτουργία, οι τιμές της χοληστερόλης, καθώς επίσης γίνεται και παραπομπή του ασθενούς για απεικονιστικές εξετάσεις. Η διάγνωση του είδους της υπέρτασης ενός υπερτασικού ασθενή, δηλαδή το εάν πρόκειται για πρωτοπαθή η δευτεροπαθή υψηλή αρτηριακή πίεση, θεωρείται πολύ σημαντική για την επιλογή του καταλληλότερου θεραπευτικού πλάνου. Η άμεση θεραπευτική αντιμετώπιση κρίνεται αναγκαία για την αποφυγή από επικίνδυνες καταστάσεις της υγείας λόγω πιθανών επιπλοκών που μπορεί να επιφέρει η ύπαρξη της υπέρτασης. Η υπέρταση αποτελεί μια επιβλαβή κατάσταση για τον ανθρώπινο οργανισμό, η οποίο ελλοχεύει και διπλασιάζει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων και καρδιολογικών παθήσεων όπως η στεφανιαία νόσος, το ανεύρυσμα αορτής, η μετέπειτα εμφάνιση άνοιας στον ασθενή, η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, η καρδιακή προσβολή, το καρδιακό επεισόδιο, το πνευμονικό οίδημα, η θρόμβωση, η δημιουργία βλάβης στους αμφιβληστροειδείς και άλλες επικίνδυνες παθήσεις, ειδικά εάν υπάρχει καρδιοπάθεια.

Θεραπεία της υπέρτασης

Η θεραπεία της υπέρτασης γίνεται με φαρμακευτική μέθοδο με αντιυπερτασικά χάπια – δισκία και με συνολική αλλαγή του τρόπου ζωής του ασθενούς, ο οποίος θα πρέπει να υιοθετήσει νέες και πιο υγιεινές διατροφικές συνήθειες, καθώς και να εντάξει τη σωματική άσκηση στην καθημερινότητά του. Η φαρμακευτική αγωγή δίνεται από τον καρδιολόγο, ειδικότερα σε περιπτώσεις ασθενών κατά τις οποίες συντρέχουν και παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα ή οργανικές αλλοιώσεις. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει συγκεκριμένη θεραπεία που να λύνει οριστικά το πρόβλημα και να εξαφανίζει την πιθανότητα αύξησης της αρτηριακής υπέρτασης, όμως όταν ακολουθούνται οι οδηγίες του ιατρού καρδιολόγου, μειώνονται τα συμπτώματα, μειώνεται ο καρδιακός παλμός και η πίεση και έτσι μειώνεται και η πιθανότητα εμφάνισης επικίνδυνων επιπλοκών για την υγεία του ατόμου.

Με τα αντιυπερτασικά φάρμακα επιτυγχάνεται μακροπρόθεσμη προστασία και μείωση του κινδύνου από τυχόν επιπλοκές που δυνητικά προκαλεί η υψηλή αρτηριακή πίεση. Συμπληρωματικά μπορούν να δοθούν στον ασθενή και διουρητικά χάπια τα οποία ανακουφίζουν τα νεφρά, αποβάλλουν την περίσσεια αλατιού, προστατεύουν και μειώνουν την πίεση που ασκείται σε αυτά λόγω υπέρτασης. Επιπλέον, μπορεί να χορηγηθούν αναστολείς ΜΕΑ που βοηθούν στην ευκολότερη ροή του αίματος, αφού χαλαρώνουν τα αιμοφόρα αγγεία. Άλλο σχήμα φαρμάκων αποτελούν οι αναστολείς διαύλων ασβεστίου που χαλαρώνουν τις μυϊκές ίνες στα αιμοφόρα αγγεία και κατά συνέπεια βοηθούν στη μείωση της υψηλής αρτηριακής πίεσης, ενώ ακόμα ενδέχεται να συνταγογραφηθούν και χάπια βήτα – αποκλειστών, τα οποία με τη σειρά τους συμβάλλουν στην επιβράδυνση των καρδιακών χτύπων και παλμών. Αυτή η μείωση των σφυγμών και των καρδιακών συσπάσεων μετά τη λήψη κάποιων συνταγογραφούμενων φαρμάκων κατά της πίεσης, προκαλεί βραδυκαρδία, η οποία όμως αποτελεί μέρος της θεραπευτικής μεθόδου ρύθμισης της υπέρτασης, γεγονός πολύ σημαντικό για να παραμένει ελεγχόμενη και όχι ελλιπής η ρύθμιση της πίεσης. Η επιλογή της βέλτιστης θεραπείας και η προσαρμογή της κατάλληλης δοσολογίας, ώστε να είναι λειτουργική και να μειώνει των κίνδυνο επιπλοκών, εξαρτάται από τα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά του κάθε ασθενή, όπως η ηλικία, η ύπαρξη υποκείμενων νοσημάτων, τα συνοδά συμπτώματα της υπέρτασης, η βαρύτητα και η ένταση των συμπτωμάτων και της υψηλής αρτηριακής πίεσης, η ύπαρξη αλλεργιών κ.ά. Διατίθεται μεγάλο εύρος φαρμάκων για τη ρύθμιση και τον έλεγχο της αρτηριακής υπέρτασης, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες του κάθε υπερτασικού ασθενή. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου είναι αναγκαίος ο συνδυασμός δύο ή και τριών διαφορετικών σκευασμάτων – χαπιών για τον πλήρη έλεγχο της υπέρτασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ ελαφριάς μορφής ανεβασμένης πίεσης, ενδέχεται να μη δοθούν αντιυπερτασικά φάρμακα και αγωγή, όμως η αλλαγή και η βελτίωση του τρόπου ζωής είναι επιβεβλημένη για τον ασθενή, ώστε να μην κινδυνεύσει στο μέλλον από καρδιαγγειακές νόσους.

Οι αλλαγές αυτές του τρόπου ζωής μπορούν να λειτουργήσουν τόσο ως μέθοδος θεραπείας της αρτηριακής υπέρτασης όσο και ως πρόληψή της. Θα πρέπει να αποφεύγονται τα πολλά κορεσμένα και τρανς λιπαρά, τα τηγανητά φαγητά, η κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων, η υπερκατανάλωση αλατιού, η υψηλή κατανάλωση καφέ, τσαγιού ή άλλων καφεϊνούχων ροφημάτων και η κατάχρηση του αλκοόλ. Ακόμα, θα πρέπει να αυξηθεί η κατανάλωση φρούτων, λαχανικών, οσπρίων, προϊόντων ολικής αλέσεως και νερού στα πλαίσια μιας ισορροπημένης διατροφής, να διακοπεί άμεσα το κάπνισμα, να διατηρηθεί το σωματικό βάρος σε φυσιολογικά επίπεδα, να ενταχθεί η συστηματική γυμναστική και σωματική άσκηση με αντιστάσεις και αερόβιες ασκήσεις τουλάχιστον για δυο – τρεις ημέρες μέσα στην εβδομάδα και να γίνει προσπάθεια αποβολής και διαχείρισης του άγχους, του στρες, του πανικού και της κατάθλιψης μέσω διαλογισμού ή γιόγκα. Είναι επιπλέον σημαντικό να διατηρούνται σε φυσιολογικά επίπεδα οι τιμές της ολικής και κακής χοληστερόλης – χοληστερίνης στο αίμα (LDL, HDL κ.ά.).

Η έγκαιρη διάγνωση της αρτηριακής υπέρτασης από εξειδικευμένο και έμπειρο καρδιολόγο, μπορεί να σώσει ζωές και να συμβάλει στην αποφυγή πολλών δυσάρεστων και επικίνδυνων ασθενειών που σχετίζονται με τις καρδιοπάθειες ή τις καρδιαγγειακές παθήσεις και μπορούν δυνητικά να απειλήσουν τη ζωή. Κατά τον πρώτο καιρό της διάγνωσης της υπέρτασης, είναι σημαντική η τακτική παρακολούθηση από τον ιατρό καρδιολόγο και η στενή επικοινωνία και συνεργασία μαζί του, ώστε να επιτευχθεί το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα ελέγχου της υπέρτασης. Για να επιτευχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό η ρύθμιση της υπέρτασης, πρέπει να ακολουθούνται οι ανωτέρω οδηγίες που δίνονται από τον γιατρό και να προγραμματίζονται τακτικές επισκέψεις ανά λίγες εβδομάδες για επανέλεγχο. Όταν η αρτηριακή πίεση είναι καλά ρυθμισμένη, η επίσκεψη προτείνεται να γίνεται κάθε εξάμηνο, ενώ εάν συνυπάρχουν και άλλα προβλήματα υγείας όπως σακχαρώδης διαβήτης, υψηλή χοληστερόλη στο αίμα, καρδιοπάθεια, αρτηριοσκλήρυνση, συχνό κάπνισμα, νεφρικές βλάβες, ιστορικό με εγκεφαλικό επεισόδιο, δυσχέρεια ρύθμισης της υπέρτασης κ.ά., η επίσκεψη στον καρδιολόγο είναι καλό να γίνεται ανά 2 – 3 μήνες.

Facebook
Twitter
Pinterest